Στα πλαίσια του τρώω εκτός σπιτιού...
Επικό άρθρο της Ελένης Ψυχούλη για τους παράξενους που μας προέκυψαν τα τελευταία χρόνια...
Όταν επιλέγεις να πας σε ένα τραπέζι... να είσαι προετοιμασμένος να δοκιμάσεις τα πάντα, να μην προσβάλλεις τον οικοδεσπότη και να έχεις αφήσει τις παραξενιές στο σπίτι...
Επικό άρθρο της Ελένης Ψυχούλη για τους παράξενους που μας προέκυψαν τα τελευταία χρόνια...
Όταν επιλέγεις να πας σε ένα τραπέζι... να είσαι προετοιμασμένος να δοκιμάσεις τα πάντα, να μην προσβάλλεις τον οικοδεσπότη και να έχεις αφήσει τις παραξενιές στο σπίτι...
Της Ελένης Ψυχούλη...
Υπέρμαχος της χαράς των ανοιχτών σπιτιών, πολλές φορές σας έχω εξυμνήσει τη φωτεινή πλευρά της κοινωνικότητας όπως ανθίζει και χορταίνει γύρω από ένα τραπέζι με σπιτικό φαγητό και καλή παρέα. Στο βιογραφικό μου συνοστίζονται χιλιόμετρα από καλέσματα, τα οποία σε ένα νοητό ταξίδι φτάνουν από δω ως τη Γη των Μογγόλων. Καλέσματα που καταγράφουν παρέες, εποχές ερώτων και μοναχικότητας αλλά μαζί και ήθη, έθιμα, μόδες, συνήθειες καιρών και όλα όσα κάνουν τον λαογράφο και τον κοινωνιολόγο να τρίβουν τα χέρια τους. Ωστόσο, μετά τον απολογισμό των εσχάτων γιορτινών μαζώξεων, στην κουζίνα-και την ψυχή μου-επικρατεί μια κόπωση. Στον πυρετό της προετοιμασίας, γυρίζω πίσω την ταινία και με βλέπω ώρες καθισμένη στο επιτελικό μου τραπέζι πάνω από χαρτιά και σημειώσεις αντί να επιδίδομαι στο μαρινάρισμα του χοιρινού, στο ψήσιμο της γαλοπούλας ή στο γέμισμα του κόκορα.
Η οικοδέσποινα, ξέρετε, βιώνει την ηδονή πρώτη εκ των συνδαιτημόνων της, τη στιγμή που καταστρώνει το μενού και γεύεται με το μαγειρικό της ένστικτο τα πιάτα πριν ακόμη περάσουν από τον φούρνο της. Την ώρα που οι άλλοι χαίρονται, εκείνη αγωνιά, τρέχει, φροντίζει. Φέτος, όμως, ο δικός μου οργασμός ζήτησε αναβολή επ’αόριστον, καθώς στον προγραμματισμό του πώς θα χορτάσω 15 άτομα, σκόνταψα σε 15 διαφορετικές απόψεις για τη διατροφή: ένας χορτοφάγος, μια πλήρης αποχή από τα γαλακτοκομικά, άλλη μια από τα επεξεργασμένα φυτικά λιπαρά, ένα στιβαρό «Χ» στο χοιρινό κρέας κι άλλο ένα στο ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας, μια raw εμμονή που απαγορεύει οτιδήποτε το ψημένο ή βρασμένο, ένα αυστηρό «όχι» σε επεξεργασμένα ρύζια και ζυμαρικά, μια τρίμηνη δίαιτα μόνο με σαλατικά και μια Atkins μόνο με πρωτεϊνη, μια ανάλατη δίαιτα και μια που απαγορεύει κόκκο ζάχαρης στο φαγητό κι άλλη μια-ναι, υπάρχει κι αυτό-μόνο με ρίζες βιολογικής καλλιέργειας. Κι αν νομίζετε ότι συναναστρέφομαι αναχωρητές, γιόγκι εξ Ινδίας ή ανθρώπους που υποφέρουν από χρόνιες παθήσεις και πλήττονται από αλλεργίες, σας διαβεβαιώ ότι χαίρουμε όλοι άκρας υγείας και φυσιολογικότητας-τουλάχιστον σωματικά.
Παλιότερα, η απαγόρευση σ’ένα τραπέζι ερχόταν μόνο από τον καρδιολόγο του θείου Τάκη που πάσχιζε να του κατεβάσει τη χολιστερίνη. Την οποία ο θείος αγνοούσε στη θέα της τραγανής πέτσας του χοιρινού, σε μια στιγμιαία έξαρση του «ας πάει και το παλιάμπελο για σήμερα κι από αύριο πάλι δίαιτα». Οι δικοί μου εθελούσιοι υγιεινολόγοι, αυτομαστιγώνονται οικειοθελώς, εθισμένοι στην παντοδυναμία της αμάσητης τρομοκρατίας του ίντερνετ. Με την τυφλή υπακοή του προσήλυτου, ασπάζονται έναν γενικευμένο πόλεμο με στόχο τη νοστιμιά, που καθημερινά παίρνει αμπάριζα κι ένα τρόφιμο. Ανεξέλεγχτες πηγές και έρευνες σπέρνουν τον τρόμο, κατηγορούν σήμερα το μαρούλι για όλα τα δεινά της θνητότητάς μας. Αύριο έχει σειρά η τσιπούρα, μεθαύριο το παϊδάκι. Εκ παραλλήλου, γκότζι και λοιπά μπέρις, σπειρουλίνες, υποφαή και λοιπά βότανα καθιστούν πολιτικά ορθώς θρεφόμενο όποιον απαρνηθεί το λίπος του χοιρινού και όσα ως τώρα ξέραμε ότι χαρίζουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου της ανθρώπινης διατροφής. Με τον φανατισμό του πρώτου σταυροφόρου, οι καλεσμένοι μου περικυκλώνουν το μπουφέ κι όσο κι αν προσωπικά ξεναγώ τον καθένα στο δικό του πεδίο, στο μάτι τους απαστράπτει η καχυποψία. Μήπως το μαρούλι έχει φυτοφάρμακο; Μήπως πίσω από το βέγκαν ριζότο κρύβεται κανένας ύποπτος ζωμός; Μήπως πίσω από τη νοστιμιά της κόκκινης σάλτσας κρύβονται τίποτα κόκκοι ζάχαρης; Ρωτούν και ξαναρωτούν. Οι πιο σκληροπυρηνικοί διαγράφουν τη λαχτάρα για το κατσικάκι που διαβάζεις σε όλο τους το «είναι» και αποφασίζουν την τελευταία στιγμή να καταθέσουν το πιάτο, ενθυμούμενοι πως τελικά δεν πεινάνε, αφού τους «κρατά» ακόμη η απογευματινή δόση της μπάρας δημητριακών.
Η νοικοκυρά, αν λίγο κάνει πως λαγοκοιμάται μέσα της το χιούμορ, μπορεί και να προσβληθεί. Όχι για τον χαμένο κόπο. Αλλά για τη χαμένη προσμονή μιας χαράς που μαγείρεψε γενναιόδωρα. Με τα δικά της παραδοσιακά όπλα, αφού δεν ξέρει αν μαγειρεύεται η σπειρουλίνα ή πώς φτιάχνεται ένα ψωμί χωρίς να ψηθεί στο φούρνο. Αναζητώντας μέσα μου τους κανόνες του σαβουάρ-βιβρ μιας τέτοιας κατάστασης, σηκώνω ψηλά τα χέρια. Είναι, άραγε, αγένεια να ζητήσω την επόμενη φορά τον καθένα να προσέλθει με το πιάτο της δικής του παραξενιάς;
Πηγή: http://www.pirouni.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου