* Απαγορεύονται οι ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΟΙ !!!

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Περί Μπύρας


Ω  !  Μεγάλη Νινούρτα δώσε τους καρπούς σου στην Νιντάμπα για να μας χαρίσει το θείο χρυσόξανθο χυμό της.
Περίπου τέτοιες  ευχές έκαναν οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι στις θεές Νινούρτα (του Κριθαριού) και Νιντάμπα (της μπύρας).  Το απλό συμπέρασμα είναι ότι το κριθαρένιο ποτό αν δεν είναι αρχαιότερο είναι οπωσδήποτε συνομήλικο του κρασιού.

Στην αρχαία Αίγυπτο ήταν πολύ διαδεδομένη η  μπύρα και χρησιμοποιείτο και  ως καλλυντικό.  Το έδιναν ακόμα και  στους σκλάβους κτίστες των πυραμίδων  για να καρδαμώνουν.  Στην αρχαία Ελλάδα το αφέψημα κριθαριού ήταν γνωστό και συχνά πυκνά χρησιμοποιείτο ως φάρμακο.
Με το χρόνο  η τεχνική παρασκευής του κιτρινόξανθου  ποτού βελτιώθηκε για να φθάσει στις μέρες μας διάφανο με πλούσια  γεύση μέσα σε πανέμορφα ποτήρια  σε μας για να μας προσφέρει  δροσιά, ξεδίψασμα, υγεία και χαλάρωση. Τι περιέχει όμως μια μπύρα  ; 

Όπως εύκολα μπορείτε να φανταστείτε στην ουσία είναι νερό.  Με λίγα λόγια τα 100 γραμ μπύρας περιέχουν 92 γραμ νερό περίπου.
Το δεύτερο  συστατικό είναι το αλκοόλ.  Μια  ξανθιά μπύρα περιέχει περίπου 4-4,5 γρ αλκοόλ .  Βέβαια ορισμένες μπύρες φθάνουν μέχρι και 6,5-8% αλκοόλ.
Η περιεκτικότητα του αλκοόλ σε μια μπύρα αναγράφεται  πάντα στην ετικέτα.
Περιέχει επίσης, ως είναι φυσικό διοξείδιο του  άνθρακα.   Μια και στην ουσία  είναι ανθρακούχο ποτό έχει άφθονα ιχνοστοιχεία και βιταμίνες του  συμπλέγματος Β καθώς και Α, D, Ε.
Επί πλέον αυτού, περιέχει οξέα φρούτων και γαλακτικά  οξέα που δρουν ευεργετικά στον ανθρώπινο  οργανισμό. 
Η θερμιδική  αξία της μπύρας είναι 500 kcal/lt.

Η μπύρα είναι  ένα ποτό ζύμωσης που βασίζεται  στην Βύνη.  Η βύνη δεν είναι  τίποτα άλλο παρά καρποί κριθαριού που έχουν διαβραχεί, έχουν βγάλει τα φύτρα τους και στην συνέχεια έχουν στεγνώσει και ξηρανθεί.
Τέλος η ξηρά βύνη ανακατεύεται με νερό, μαγιά  και  ζυμώνεται σε μπύρα.  Πολλές μπύρες εμπλουτίζονται με λυκίσκο ο οποίος περιέχει ευχάριστες πικραντικές ουσίες που της δίνουν αυτή την ευχάριστη υπόπικρη γεύση που δροσίζει το στόμα και σταματάει την δίψα. 
Η σημερινή ανάπτυξη της τεχνολογίας και τα ιδιαίτερα  γούστα κάθε λαού που την ανέπτυξε δημιούργησε μια τεράστια ποικιλία από μπύρες διαφόρων χρωμάτων αλλά και γεύσεων.  Σκεφθείτε ότι στις μέρες μας η γεύση και το άρωμα της μπύρας πολλές φορές εμπλουτίζονται, εκτός από λυκίσκο, με χυμούς φρούτων αλλά και ποικιλία μπαχαρικών.
Ας δούμε μαζί όμως τις μεγαλύτερες κατηγορίες μπύρας ανά τον κόσμο.

Pilsener, Pilsner,  Pils.  Η πιο διαδεδομένη κατηγορία μπύρας ανά τον κόσμο.  Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία η παραγωγή του τύπου αυτού πρέπει να καλύπτει το 70% της παγκοσμίου παραγωγής.
Το όνομά της  οφείλει στο ομώνυμο χωριό  της Τσεχίας Pilsen. Το χρώμα της είναι ανοικτό ξανθό, το άρωμά της παραπέμπει σε λουλούδια του αγρού που έχουν μια λεπτή υπόπικρη γεύση. Το αλκοόλ της κυμαίνεται από 4,5 – 6%.
ΟΙ μπύρες Pilsen είναι υπό κατηγορία των Lager. Lager.  Η κατηγορία τούτη είναι η μεγαλύτερη της παγκόσμιας παραγωγής.  Καλύπτει το 90% της παγκόσμιας παραγωγής.  Πρόκειται για μπύρα χαμηλής ζύμωσης και έχει 10άδες υποκατηγορίες.  Το χρώμα της κυμαίνεται από ξανθό έως σκούρο και πατρίδα της είναι η Νότιος Γερμανία και ειδικότερα η Βαυαρία. Ale.    Ο τύπος της μπύρας που αγαπούν και παρασκευάζουν στην Αγγλία.  Είναι μπύρα υψηλής ζύμωσης με άρωμα πλούσιο, φρουτώδες με τόνους μπαχαρικών και έντονη την εμφάνιση της καραμέλας.
Φυσικά υπάρχουν πολλές υποκατηγορίες με ουσιαστικές  διαφορές στο χρώμα και την  γεύση. 

Bock.   Γερμανική μπύρα, δυνατή σε αλκοόλ περίπου 6,5% χαμηλής ζύμωσης. Με ισχυρή παρουσία των αρωμάτων της κριθαροβύνης.  Βαθύ χρυσό χρώμα και ενίοτε σκούρα έως και μαύρη. Red  Ale.     Κόκκινη μπύρα που το χρώμα της οφείλει σε ειδικές βύνες που προέρχονται από την Αυστρία.  Ξινούτσικη γεύση που οφείλεται στις ζύμες. Stout.   Ιρλανδέζικη μπύρα διαδεδομένη πλέον στα πέρατα του κόσμου.  Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες Stout.  Η  dry, dry stout, double stour  και η Imperial.  Το αλκοόλ κυμαίνεται από 5,5% έως 10,5% στην Imperial.
Trappist.  Μπύρες Π.Ο.Π. (Προϊόντα με ονομασία προέλευσης).  Κατασκευάζονται αποκλειστικά σε 6 μοναστήρια Τραπιστών μοναχών ανά τον κόσμο εξ ων 5 στο Βέλγιο και ένα στην Ολλανδία.  Πρόκειται για μπύρες διπλής και μακράς ζύμωσης.   Το χρώμα τους μπορεί να είναι από ξανθό  έως καστανό.  Μετά την πρώτη κλασική ζύμωση ακολουθεί και δεύτερη ζύμωση εντός της φιάλης.  Το πώμα τους προσομοιάζει με αυτό της Champagne.  Κατά την Παρασκευή τους προστίθενται διάφορα μπαχαρικά σε μικρές δόσεις για να τους δοθεί το πλούσιο χαρακτηριστικό τους άρωμα.

Dubbel & Trippel.  Όπως και οι μοναστηριακές μόνο που δεν φτιάχνονται σε μοναστήρια αλλά σε ελεύθερα ζυθοποιία.
Οι   Dubled έχουν οινόπνευμα μέχρι 7,5%, ενώ οι Triple μέχρι και 10%.

Πίνοντας  και τρώγοντας  με μπύρα

Είναι γεγονός  ότι η μπύρα είναι το απόλυτο  ξεδιψαστικό ποτό.   Η  έλλειψη  ζακχάρων, η υπόπικρη γεύση, το πιπεράτο ανθρακικό έχουν όλα τα προσόντα να σε ξεδιψάσουν.
Όμως η χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ σε προκαλεί εύκολα να υπερκαταναλώσεις μπύρα.  Έτσι οι θερμίδες έρχονται εύκολα (500 kcal ανά λίτρο).
Τις φυλάτε πάντα  όρθιες και όχι ξαπλωτές όπως το κρασί.  Τις κρυώνετε ήρεμα στο  ψυγείο και τις απολαμβάνετε σε διάφορα  είδη ποτηριών ή ακόμα και από  το μπουκάλι.
Τις αδειάζετε  ήρεμα στο ποτήρι προσέχοντας  να κάνετε ένα στεφάνι αφρού πάχους 1 εκατοστού περίπου.  Να θυμάστε ότι οι γνώστες Γερμανοί λένε.  «Αν η μπύρα δεν αφρίσει στο ποτήρι, θα αφρίσει στο στομάχι».

Συνοδεύουν ευχάριστα  ψητά κρέατα, τυριά και κυρίως αλλαντικά.  Στις μέρες μας και στην χώρα μας  πίνονται πολύ το καλοκαίρι και συνοδεύουν τα πάντα.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Σουβλάκι: Γνωρίζετε Την Ιστορία Του;


Όταν μιλάμε για σουβλάκι, δεν εννοούμε κάποια καινούργια ανακάλυψη. Μιλάμε για μια τέχνη ψησίματος ηλικίας …τουλάχιστον 3.000 ετών. Ακόμα και στα ομηρικά έπη υπάρχουν αναφορές που θέλουν τον Αχιλλέα να ψήνει στη θράκα σουβλάκια και κομμάτια κρέατος που έμοιαζαν με κοντοσούβλια.




Επίσης, ο Αθήναιος στο έργο του «Δειπνοσοφισταί» έχει μια πολύ χαρακτηριστική αναφορά: Ο Ηγήσιππος, λέει, που έζησε γύρω στο 170 π.Χ. και υπήρξε μία από τις σημαντικότερες συγγραφικές πηγές για την Ιστορία της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, συνέγραψε το περίφημο «Οψαρτυτικό», κάτι σαν αρχαίο οδηγό μαγειρικής.

Σ’ αυτόν, λοιπόν, αναφέρει ένα έδεσμα με την ονομασία «κάνδαυλος», που από την περιγραφή φαίνεται να μοιάζει πολύ με το σουβλάκι. Είχε διάφορα κομμάτια ψητού κρέατος, πίτα, τυρί, άνηθο και συνδυαζόταν με κάποιο ζουμί. Ενα ιδιόμορφο σουβλάκι από εντόσθια συναντάται στην αρχαία Ρώμη και σε κείμενα του 1ου αι. μ.Χ., αλλά και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά την άλωση, πλανόδιοι πωλούσαν στους δρόμους εκτός από φρούτα ή λαχανικά και σουβλάκι με πίτα.
Η ιδέα του τυλιγμένου κρέατος μαζί με λαχανικά και διάφορα αρωματικά απαντάται σε πολλές κουζίνες του κόσμου, από την ασιατική, την ιαπωνική και την κινεζική μέχρι την αραβική, την ισπανική και την αμερικανική ή ακόμα και τη γαλλική.
H Eλλάδα δεν είναι ο μόνος τόπος στον πλανήτη όπου το κρέας ή τα λαχανικά σουβλίζονται σε ξυλάκια (καλαμάκια) για να ψηθούν στα κάρβουνα. Tο σουβλάκι, στην ουσία, είναι παγκόσμιο φαγητό


Από την Αμερική, όπου το μπάρμπεκιου είναι τρόπος ζωής, ένα δημοφιλές σουβλάκι περιέχει ένα και μοναδικό κομμάτι κρέας, λουκάνικο, σουβλισμένο και ψημένο στη σχάρα. Τα καρυκεύματά του είναι τα γνωστά: μουστάρδα και κέτσαπ. Είναι ίσως από τα πιο φτωχά σαν ιδέα φαγητά στη σχάρα. Αλλού, όμως, η παράδοση είναι πλούσια και πάρα πολύ γευστική.
Στη Μεσόγειο το σουβλάκι ψήνεται παντού, από τις ακτές της Ισπανίας μέχρι τα μεζεδοπωλεία της Τουρκίας. Το ισπανικό δώρο στον κόσμο της σούβλας λέγεται pinchitos, μικρά σουβλάκια από ποικίλα κρέατα. Μπορεί να γίνει από χοιρινό, το εθνικό κρέας της Ισπανίας, από κοτόπουλο και άλλα. Καμιά φορά τα φτιάχνουν από κιμά, άλλες φορές από κυβάκια. Οι γεύσεις διαφέρουν από συνταγή σε συνταγή: το κύμινο είναι δημοφιλές, για παράδειγμα, όπως επίσης το φρέσκο κολίανδρο και ο μαραθόσπορος, γεύσεις φερμένες όλες από την αραβική παράδοση της Βόρειας Αφρικής που έχει επηρεάσει αισθητά τη μαγειρική της Ισπανίας. Τα pinchitos θεωρούνται μεζές (τάπας). Βρίσκουμε τέτοια και ανάμεικτα με το κλασικό λουκάνικο chorizo και γαρίδες, ψημένα στα κάρβουνα.
Οι Γάλλοι έχουν τα brochettes τους, με διάφορες πρώτες ύλες, από κοτόπουλο μέχρι μπακαλιάρο. Πολλά απ’ αυτά είναι σπεσιαλιτέ της μεσογειακής Γαλλίας, γύρω από την Προβηγκία. Ένα αγαπητό σουβλάκι εκεί περιέχει διάφορα αρνίσια εντόσθια, με τομάτα, κρεμμύδι και βασιλικό.

Παντού στον κόσμο, και στην Μεσόγειο και αλλού, το σουβλάκι είναι από τα κλασικά φαγητά του δρόμου, κάτι πρόχειρο, δηλαδή, που το τρώγει ο κόσμος στα όρθια και πολλές φορές καθοδόν. Ένα μέρος όπου η παράδοση αυτή είναι τεράστια και πολύ ζωντανή είναι η Λατινική Αμερική. Εκεί παντού υπάρχουν πλανόδιοι μάγειροι που ψήνουν διάφορα σουβλάκια σε καροτσάκια στον δρόμο.
Στη Βολιβία, για παράδειγμα, φτιάχνουν τα anticucho, μικρά σουβλάκια με εναλλάξ κομμάτια από κρέατα και πατάτες και σερβιρισμένα με μια σάλτσα από φιστίκια. Στο Περού σουβλίζουν διάφορα εντόσθια, μεταξύ των οποίων το φαβορί τους, μοσχαρίσια καρδιά μαριναρισμένη σε πικάντικη σάλτσα από σκόρδο, λάδι, μπαχαρικά και μια ειδική ντόπια καυτερή πιπεριά. H παράδοση αυτή κρατήθηκε και στη διασπορά. Στις νοτιοαμερικάνικες γειτονιές της Νέας Υόρκης, για παράδειγμα, κάθε βράδυ γίνεται ένα μυρωδάτο, γευστικότατο πανηγύρι από τέτοια φαγητά, ψημένα σε καροτσάκια στον δρόμο.


Από τα πιο ενδιαφέροντα σουβλιστά είναι αυτά που φτιάχνονται στην Καραϊβική, ίσως επειδή οι γεύσεις είναι υβρίδια δανεισμένες από πολλές άλλες κοντινές κουλτούρες. Ένα απλό σουβλάκι από αρνίσιο κρέας, για παράδειγμα, συνήθως γλυκίζει στη μαγειρική της Καραϊβικής επειδή το μαρινάρουν με μέλι, ξύδι και λάδι. Το αποτέλεσμα είναι ένα καραμελωμένο κρέας στη σούβλα, τραγανό απ’ έξω και μαλακό από μέσα.
Αλλά ο συνδυασμός του ψητού αρνίσιου κρέατος και τελευταίως μόνο του χοιρινού, για λόγους οικονομίας, με το τζατζίκι, την ντομάτα και το κρεμμύδι (στην παραδοσιακή μορφή και όχι τη φαστφουντάδικη λογική με κάτι περίεργες σος) είναι αποκλειστικά ελληνική πατέντα, ίσως με ανατολίτικη καταγωγή.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που στην Ελλάδα το τυλιχτό σουβλάκι άρχισε να διαδίδεται τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 σε προσφυγικές περιοχές, όπως η Δραπετσώνα, η Νίκαια και ο Κορυδαλλός. Λέγεται ότι στον Πειραιά το 1947 ένας Κωνσταντινουπολίτης άνοιξε φούρνο όπου πωλούσε πίτες σε μικρά ταψάκια, ενώ το 1950 εμφανίστηκε από την ίδια οικογένεια το πρώτο σουβλάκι κεμπάπ τυλιγμένο σε πίτα. Και από τότε, το σουβλάκι δεν μας πρόδωσε ποτέ…